Σάββατο 21 Σεπτεμβρίου 2013

Κανιβαλισμός...



Σε ποιά Ελλάδα; Σε αυτή την Ελλάδα ξαναγύρισε ο πατέρας μου,για να μεγαλώσουν τα παιδιά του όπως πρέπει, σαν Έλληνες. Να πάμε στο ελληνικό σχολειό και να μη μας φάει η ξενιτιά όπως εκείνον... Εκείνον που όταν τα βλέφαρά του έπεφταν βαριά μετά από τόσες ώρες σκληρής δουλειάς μέσα στο κρύο, το μόνο που σκεφτόταν είναι πως θα καταφέρει να αντέξει τις κακουχίες για να στείλει στη μάνα του καμια δραχμούλα για να μπορεί να ζει σαν άνθρωπος. Εκείνον που Χριστούγεννα, Πάσχα, γιορτές, γενέθλια τον έβρισκαν μακριά από τη ζεστασιά των δικών του ανθρώπων. Εκείνον που όταν το μετάνιωσε που επαναπατρίστηκε, έπεφτα να τον κατηγορώ και να πλέκω το εγκώμιο της χώρας μου. Πού με έφερες μπαμπά; Τί θα πώ εγώ στα δικά μου παιδιά μπαμπά; Εσύ τον εκπλήρωσες τον προορισμό σου μπαμπά. Εμένα δεν μου δίνεται η δυνατότητα ούτε να τον ξεκινήσω...
Σε μια χώρα που έχει γίνει μια ατελείωτη παρτούζα... Που έχει γεμίσει λαμόγια, απαίδευτους, υποκριτές, βρυκόλακες, δολοφόνους σωμάτων και ψυχών. Σε μια χώρα που καθημερινά ξεσκίζει αλύπητα τις ψυχές μας. Σε αυτήν που σε κάθε γωνιά της ελοχεύει ο πνευματικός θάνατος. Θάνατος πολύ χειρότερος από τον σωματικό. Σε μια κοινωνία που σκοτώνει αυτούς που τολμούν ακόμα να αισθάνονται και να ελπίζουν, που τολμούν να μιλάνε και να σκέπτονται, που μυρίζουν τα αρώματα των λουλουδιών, που είναι ευγνώμονες που υπάρχουν. Σε μια κοινωνία που σε περνάνε για τρελό ειρωνεύοντάς σε και λέγοντάς σε αθεράπευτα ρομαντικό όταν από τα χείλη σου βγαίνουν λέξεις όπως συνάνθρωπος, αλληλεγγύη, αξίες, ιδανικά, αγάπη, έρωτας... Εδώ που οι κανίβαλοι έχουν τον πρώτο λόγο και κινούν τα πάντα. Σε μια χώρα που σε καταπιέζει, σε εξευτελίζει, σε ξεσκίζει, εδώ που όλα έχουν την τιμή τους και εξαγοράζονται. Αν είσαι από αυτούς που παραμένεις Άνθρωπος κινδυνεύεις να γίνεις βορά στο Θηρίο. Τα έχασα όλα μπαμπά. Δεν έχει πιο κάτω από εδώ. Σήμερα μου κρεμάσανε και την αξιοπρέπειά μου στα περίπτερα. Με αναγκάσανε να δω έναν άνθρωπο λίγο πριν ταξιδέψει η ψυχή του μακριά από τους αγαπημένους του. Και όσο και αν προσπάθησα να μην κοιτάξω, έγινα και εγώ για λίγο ανθρωποφάγο τέρας. Και μετά σπάραξε η ψυχή μου συνειδητοποιώντας πόσο "λίγοι" είμαστε να αξιοποιήσουμε το δώρο της ζωής που μας χαρίστηκε. Δε σας μπορώ άλλο. Ούτε τον εαυτό μου μπορώ... Άνθρωποι που τρέμουν μήπως αγαπήσουν ή και αγαπηθούν, άνθρωποι βολεψάκηδες, άνθρωποι γεμάτοι θυμό και μίσος, αδιάφοροι, άνθρωποι που για τα πιστεύω τους δολοφονούν, άνθρωποι δήθεν, άνθρωποι που αρνούνται να κοιτάξουν τί συμβαίνει γύρω τους και κρύβονται στα μπουζούκια,στα γυμναστήρια και στο εύκολο πήδημα... Χρειαζόμαστε όλοι ένα restart. Να ξεκινήσουμε πάλι από το μηδέν. Να μάθουμε από την αρχή έννοιες, λέξεις και αξίες, να μάθουμε πως είναι να ανοίγεις την αγκαλιά σου στο διαφορετικό, πως είναι να αγαπάς κάποιον που δεν έχει να σου προσφέρει ανταλλάγματα, πως είναι να δίνεσαι με την ψυχή και την καρδιά σου σε έναν σκοπό, πως είναι να είσαι Άνθρωπος. Μπαμπά τον έχασα τον προσανατολισμό μου. Έπεσα μέσα στην παγίδα. Βούλιαξα στον καναπέ. Ασχολήθηκα με ανούσια πράγματα. Άφησα να με κυριεύσει ο θυμός για λάθος ανθρώπους ενώ το τέρας κρύβεται αλλού. Αυτή είναι η χώρα μου και αυτοί οι άνθρωποι της; Αυτή που με κάνει να αιμορραγώ κάθε μέρα; Ε λοιπόν θέλω αυτό το αίμα που τρέχει και φτάνει κάτω στη γη, να την αναγκάσει να ανθίσει. Να σταματήσει να γίνεται μαύρος βούρκος και από αυτό το αίμα να ξεπεταχτούν πολύχρωμα λουλούδια. Να ξαναμυρίσω μυρωδιές της Άνοιξης, να κλείσω στις χούφτες μου το χώμα της, να ακούσω γλυκούς ήχους, να πάρει ο άνεμος όλη τη σαπίλα. Να παραμείνω άνθρωπος...
Συγγνώμη μπαμπά...

Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2013

Στιγμή στη στιγμή

A moment in time

Σήκωσε τα χέρια της ψηλά αφήνοντας τον άνεμο να της χαϊδεύει το κορμί. Το άσπρο φόρεμά της ανέμιζε και εκείνη πήγαινε κόντρα στον αέρα που της ανακάτευε τα πυρόξανθα μαλλιά. Αν την έβλεπες από μακριά, θαρρείς χόρευε. Τα μάτια της υγρά, διαπερνούσαν την ύλη και κοίταζαν πέρα από τον ορίζοντα. Μόνο εκείνη έβλεπε αυτά, που αν τα ξεστόμιζε, θα την περνούσαν για αλόκοτη. Και ήταν. Εκεί που οι άλλοι έβλεπαν έρημο τοπίο και σκοτεινούς δρόμους, εκείνη ονειρευόταν πέτρινα σκαλιά που οδηγούσαν στον ουρανό και χάνονταν. Έβλεπε πολύχρωμα μπαλόνια να γεμίζουν τον ουρανό στο ηλιοβασίλεμα. Έκλεινε τα μάτια και σκεφτόταν στέγες με κόκκινα τούβλα και μικρά ανθρωπάκια να χορεύουν έναν εξωτικό χορό.
-Να! Αν απλώσω τα χέρια μου τα μικρά ανθρωπάκια θα χορέψουν πάνω στο κορμί μου. Κ μετά θα τα κλείσω στη χούφτα μου και θα τα αφήσω στη θάλασσα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους σε πιο μακρινά μέρη. Εκεί, στην άκρη του κόσμου. Στα απάτητα βουνά. Εκεί που μπορείς να χορεύεις πάνω σε μαύρες γυαλιστερές πέτρες, σε κορμούς δέντρων και στο υγρό χώμα.
Όταν την πλησίαζες, έφευγε και αν της γύρναγες την πλάτη, έτρεχε πίσω σου και σε αγκάλιαζε τόσο σφιχτά που νόμιζες θα σου έκοβε την ανάσα. Κράταγε το χέρι σου και δεν το άφηνε παρά μόνο όταν τα δάκρυα, καυτά, γλιστρούσαν από τα μάτια της και έκαιγαν το πρόσωπό της. Έμενε έτσι ώρες ατελείωτες να κοιτάζει τη θάλασσα. Σαν να σταματούσε ο χρόνος γύρω της, δεν άκουγε παρά μόνο την ανάσα της. Καθόταν σαν ένα απολιθωμένο, παράξενο ον και το μόνο που κούναγε ήταν τα δάχτυλα του δεξιού της χεριού, ρυθμικά, σαν να έπαιζε κάποια αόρατη μελωδία που εκείνη είχε δημιουργήσει.
- Η μουσική είναι το μέσο που μας έδωσε ο Θεός για να επικοινωνούμε με τα βαθύτερά μας συναισθήματα. Μας επέτρεψε να την ανακαλύψουμε για να μαγεύουμε και να μαγευόμαστε.
Εκείνη ήταν σαν μια παρτιτούρα στα χέρια ενός μαέστρου που τον ζάλιζε αλλά δεν μπορούσε να την διαβάσει.
- Δες πως ταξιδεύουν οι νότες στον αέρα! Παίρνουν τους φόβους σου, τις σκοτεινές σου επιθυμίες, τις βαθύτερες σκέψεις σου και τα μετατρέπουν σε ουράνια τόξα γεμάτα ρυθμούς και μελωδίες. Ανέβηκα σε ένα μουσικό χαλί μια φορά και με ταξίδεψε πέρα από τη θάλασσα, εκεί που ζουν οι ήχοι. Ήχοι παράξενοι, απόκοσμοι. Πότε σε κάνουν να γελάς δυνατά και άλλοτε θρήνοι που ξεσκίζουν τη ψυχή σου. 
Αν προσπαθούσες να της μιλήσεις όταν βρισκόταν στην ονειρική αυτή κατάσταση, έβγαζε ουρλιαχτά σαν να μπήγουν χιλιάδες μαχαίρια στο κορμί της. Έμενε κουλουριασμένη και θα πίστευες πως έχει σταματήσει να αναπνέει. Μόνο όταν ήξερε οτι κανένας δε την κοίταζε, μόνο τότε σάλευε και άφηνε από τα σωθικά της να ακουστεί ένας ψίθυρος.
- Μια στιγμούλα.........